μυρώνω

μυρώνω
(ΑΜ μυρῶ, -όω, Μ και μυρώνω) [μύρον]
αλείφω ή ραντίζω κάποιον ή κάτι με μύρο, αρωματίζω
νεοελλ.
1. αναδίδω ευωδιά, ευωδιάζω («τα λουλούδια και τα χορτάρια τής γης εμύρωναν το λεπτό αυγερινό αεράκι», Κρυστ.)
2. παροιμ. «τό βαφτίζω, τό μυρώνω, άρα ζήσει, άρα μη ζήσει» — λέγεται για αυτούς που τυπικά εκτελούν κάτι από επαγγελματική υποχρέωση ή κατ' εντολήν άλλων, αδιαφορώντας για τα περαιτέρω
3. φρ. «βαφτισμένο, μυρωμένο, τού Θεού παραδομένο» — λέγεται για να δηλώσει ότι το βαφτισμένο βρέφος εισήλθε πλέον ως τέλειος χριστιανός στους κόλπους τής Εκκλησίας
4. (η μτχ. παθ. παρακμ.) μυρωμένος, -η, -ο
α) αυτός που αναδίδει ευωδιά, ευώδης, αρωματισμένος
β) εκκλ. αυτός που έγινε χριστιανός με βάπτισμα και με την επίχριση με άγιο μύρο
(νεοελλ.-μσν.) εκκλ. αλείφω με άγιο μύρο τον βαπτιζόμενο ή επιχρίω σταυροειδώς με αγιασμένο λάδι το μέτωπο τών πιστών κατά το ευχέλαιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μυρώνω — μυρώνω, μύρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μυρώνω — μύρωσα, μυρώθηκα, μυρωμένος 1. αλείφω ή ραντίζω κάτι με μύρα, αρωματίζω: Τον μύρωσα με αρωματικό λάδι. 2. αλείφω με «άγιο μύρο» το μωρό που βαφτίζεται ή τους πιστούς σε μεγάλες γιορτές της Εκκλησίας: Ο παπάς μύρωσε το μωρό στη βάφτιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μύρωμα — το (ΑΜ μύρωμα) [μυρώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μυρώνω, η επάλειψη με μύρο (νεοελλ. μσν.) εκκλ. η επάλειψη τών βαπτιζομένων με άγιο μύρο ή η σταυροειδής επίχριση τού μετώπου τών χριστιανών με αγιασμένο έλαιο κατά την διάρκεια τού… …   Dictionary of Greek

  • αμύρωτος — η, ο [μυρώνω] 1. αυτός που δεν μυρώθηκε, δηλ. δεν χρίσθηκε με αγιασμένο μύρο, και επομένως ο μη χριστιανός, ο αβάπτιστος 2. αυτός που δεν αλείφθηκε με μύρα …   Dictionary of Greek

  • μυρώ — μυρῶ, όω (Α) βλ. μυρώνω …   Dictionary of Greek

  • mir — MIR1 s.n. (În loc. adj.) De mir = care nu aparţine clerului; mirean. – Din sl. mirŭ lume . Trimis de ana zecheru, 13.09.2007. Sursa: DEX 98  MIR2, miruri, s.n. Untdelemn parfumat şi sfinţit, întrebuinţat la săvârşirea unor ritualuri în biserica… …   Dicționar Român

  • mirosi — MIROSÍ, mirós, vb. IV. 1. tranz. şi intranz. A simţi, a percepe un miros (2). ♦ tranz. A apropia nasul de ceva sau de cineva pentru a percepe un miros (2). 2. intranz. A avea (şi a răspândi) un miros (2). ♢ expr. Miroase a... = prevesteşte,… …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”